- κρούπανον
- Ψηλό, ξύλινο υπόδημα της αρχαιότητας. Το φορούσαν οι δούλοι και οι αγρότες στη Βοιωτία, για να πατούν τα σταφύλια την εποχή του τρύγου ή τις ελιές. Κ. χρησιμοποιούσαν και οι αυλητές, δημιουργώντας ρυθμική υπόκρουση.
Dictionary of Greek. 2013.