κρούπανον

κρούπανον
Ψηλό, ξύλινο υπόδημα της αρχαιότητας. Το φορούσαν οι δούλοι και οι αγρότες στη Βοιωτία, για να πατούν τα σταφύλια την εποχή του τρύγου ή τις ελιές. Κ. χρησιμοποιούσαν και οι αυλητές, δημιουργώντας ρυθμική υπόκρουση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κρούπανο — το (Α κρούπανον) ψηλό ξύλινο παπούτσι, τσόκαρο («κρούπανα ξύλινα υποδήματα», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. παρλλ. τ. τής λ. κρούπεζαι* (αἱ) με επίθημα ανον (πρβλ. δρέπ ανον, όργ ανον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”